Αστική ευθύνη του Δημοσίου από συμπεριφορά των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας

3 Ιουλίου, 2020

Η αστική ευθύνη του Δημοσίου («ΑΕΔ») από παράνομη ζημιογόνο συμπεριφορά των οργάνων του θεωρείται παραδοσιακά από το δόγμα και την νομολογία ως γνώρισμα ευνομούμενης πολιτείας, χαρακτηριζόμενης από το δίπτυχο της μείζονος προστασίας των δικαιωμάτων του πολίτη και της επαύξησης του αισθήματος ευθύνης των δημοσίων οργάνων προς την κοινωνία.

Ενώ η ΑΕΔ από παρανομία των οργάνων της εκτελεστικής εξουσίας δεν γνώρισε αμφισβήτηση, η θεμελίωση ΑΕΔ με αναφορά στη μεν νομοθετική εξουσία υιοθετήθηκε και παγιώθηκε μετά το 1997 υπό αυστηρές προϋποθέσεις, όσον δε αφορά τα όργανα της δικαστικής λειτουργίας, προσέκρουε σε σταθερά αρνητική νομολογία με έρεισμα επιφυλάξεις αναγόμενες στην προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών, το δεδικασμένο, τις ειδικές διατάξεις ευθύνης του Δημοσίου για συγκεκριμένες πράξεις ή παραλείψεις οργάνων που ανήκουν στη δικαστική εξουσία και τις διατάξεις περί αγωγής κακοδικίας. Και τούτο παρά τις εξελίξεις που είχαν σημειωθεί στη νομολογία του ΔΕΚ από τη δεκαετία του 1990 με αποκορύφωμα το 2003 την απόφαση -σταθμό Kőbler,  με κίνδυνο αντίστροφων διακρίσεων, καθώς ιδιώτες, φυσικά και νομικά πρόσωπα, θα μπορούσαν να αξιώσουν αποζημίωση για κρατικές παραβιάσεις από τα ανώτατα εθνικά δικαστήρια του ενωσιακού, αλλά όχι του εθνικού δικαίου.

Η κατά πλειοψηφία ληφθείσα απόφαση της ΟλΣτε 1501/2014 που έχει εύστοχα χαρακτηρισθεί «arrêt de principe», συμβάλλοντας αποφασιστικά στη διάπλαση του νομικού καθεστώτος της ΑΕΔ,  επιχειρεί κατ’ αρχάς μια κεφαλαιώδη τομή: εντοπίζει το συνταγματικό έρεισμα της ΑΕΔ στη συνταγματική διάταξη της ισότητας έναντι των δημοσίων βαρών του άρθρου 4 παρ. 5 Σ , σε σύνδεση με την επίσης βαρυσήμαντη κρίση της  περί ευθύνης του Δημοσίου για νόμιμες πράξεις, υπό τις προϋποθέσεις της πρόκλησης ιδιαίτερης και σπουδαίας, σε βαθμό που υπερβαίνει τα ανεκτά προς εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος όρια, βλάβης.

Η εξ αντικειμένου έτσι διεύρυνση της ΑΕΔ ώστε να θεμελιώνεται τόσο σε παράνομες όσο και σε νόμιμες ενέργειες, οδήγησε  περαιτέρω στο συμπέρασμα ότι απολαμβάνει αντίστοιχης διεύρυνσης και εξ υποκειμένου, απορρέουσα από ζημιογόνο δράση οποιουδήποτε οργάνου, συνεπώς και των ενταγμένων στη δικαστική λειτουργία. Για λόγους αναγόμενους στην ιδιαιτερότητα  της φύσης του δικαστικού έργου, δεν γίνεται δεκτή η θεμελίωση ΑΕΔ σε ευθεία εφαρμογή του υφιστάμενου πλαισίου του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ.  Με βάση ωστόσο την κρίσιμη παραδοχή  ότι το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος «δεν ανέχεται να παραμένουν αναποζημίωτες ζημίες που κάποιος υφίσταται από ενέργειες οποιουδήποτε κρατικού οργάνου», και, συνεπώς, επιτάσσει τον νομοθέτη να ρυθμίσει ειδικώς την ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, καταλήγει ότι η παράλειψη του νομοθέτη να ρυθμίσει ειδικώς την εξωσυμβατική ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις δικαστικών λειτουργών συνιστά παράλειψη της νομοθετικής εξουσίας κατά παράβαση εκ μέρους της συνταγματικά επιβαλλόμενης υποχρέωσης, που θεμελιώνει αυτοτελώς ευθύνη του Δημοσίου κατ’ άρθρο 105 ΕισΝΑΚ. Μέχρι δε να αρθεί η αντισυνταγματική αυτή παράλειψη της νομοθετικής εξουσίας, χωρεί ανάλογη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, με κατάλληλη διαμόρφωση προϋποθέσεων, ώστε να προσιδιάζουν στη φύση του δικαστικού λειτουργήματος.

Οι συνταγματικώς εγγυημένες λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών  δεν επιτρέπουν τη θεμελίωση ευθύνης λόγω απλώς εσφαλμένης ερμηνείας του νόμου ή εσφαλμένης εκτίμησης των πραγματικών περιστατικών, αλλά μόνο το πρόδηλο σφάλμα επισύρει ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση. Ο πρόδηλος χαρακτήρας του σφάλματος οργάνου της δικαστικής λειτουργίας προκύπτει από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης περιπτώσεως, βάσει των οποίων η δικαστική πλάνη καθίσταται «συγγνωστή ή ασύγγνωστη». Περαιτέρω προϋπόθεση συνιστά η εξάντληση των παρεχόμενων από τη νομοθεσία ένδικων μέσων και βοηθημάτων. Τέλος, η ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ συνεπάγεται προφανώς ότι για την κατάφαση ΑΕΔ είναι απαραίτητη κατά το γενικό δίκαιο της αποζημίωσης η θεμελίωση αιτιώδους συνάφειας, ως και ότι δεν πρόκειται για διάταξη που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος.

Είναι αξιοσημείωτο ότι η ΟλΣτΕ 1501/2014 με το έρεισμα που υιοθέτησε στη συνταγματική επιταγή της ισότητας έναντι των δημοσίων βαρών και την οπτική της ανάλογης εφαρμογής του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, χάραξε νέους  δρόμους, επιτρέποντας πρόσφατα την αποζημίωση ιδιωτών (ασφαλισμένων και επενδυτών)  σε περίπτωση διαπίστωσης πλημμελούς άσκησης του σχετικού εποπτικού έργου από τις αρμόδιες αρχές. Η αναγνωριζόμενη εδώ αποζημίωση δεν είναι πλήρης αλλά εύλογη εν όψει της ευρείας και ουσιαστικής διακριτικής ευχέρειας των οικείων αρχών, τη διενέργεια πολύπλοκων οικονομικοτεχνικής φύσεως σταθμίσεων καθώς και την κατανομή του κινδύνου. Η τάση όμως υπέρ της διεύρυνσης της ΑΕΔ είναι εμφανής και αξιοποιήσιμη από τους βλαπτόμενους πολίτες.

Για περισσότερες πληροφορίες

Επικοινωνήστε με τη γραμματεία της Διεύθυνσης Νομικών Υπηρεσιών στο τηλ.: 213 017 5600, ή στείλτε mail στο info@sioufaslaw.gr και θα επικοινωνήσουμε άμεσα μαζί σας.

Σιούφας & Συνεργάτες | Γιώργος Σιούφας | Μαρίος Σιούφας

Μοιραστείτε το:

Το Newsletter μας

Τελευταίες Νομικές Ενημερώσεις

Θέλετε να συζητήσουμε περισσότερο για το άρθρο μας;
Συμπληρώστε τα στοιχεία επικοινωνίας σας
και εξειδικευμένος συνεργάτης μας
θα επικοινωνήσει μαζί σας σήμερα
μεταξύ 15:00 - 17:00.