Η αγωγή κακοδικίας κατά των δικαστικών λειτουργών

Οι δικαστικοί λειτουργοί είναι όργανα απονομής της Δικαιοσύνης που απολαμβάνουν προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία[1] και οφείλουν να ασκούν τα καθήκοντά τους προσηκόντως και αμερόληπτα. Ο έλεγχος των πράξεων των δικαστικών λειτουργών, οι οποίες σχετίζονται με τα καθήκοντά τους,[2] είναι σημαντικός, διότι διασφαλίζει την αξιοπιστία της Δικαιοσύνης. Γι’ αυτό και προβλέπεται η σύσταση ειδικού δικαστηρίου για την εκδίκαση των αγωγών κακοδικίας[3] που εγείρονται εις βάρος των δικαστικών λειτουργών.
✔ ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΑΓΩΓΗ ΚΑΚΟΔΙΚΙΑΣ
Αγωγή κακοδικίας είναι η αγωγή με την οποία ζητείται αποζημίωση για την προκληθείσα ζημία από δικαστικό λειτουργό σε οποιαδήποτε δίκη, κατά την άσκηση των δικαιοδοτικών του καθηκόντων, εφ’ όσον η ζημία αυτή προήλθε από δόλο, βαριά αμέλεια ή αρνησιδικία του δικαστικού λειτουργού.[4]
✔ ΠΟΙΟΣ ΔΙΚΑΙΟΥΤΑΙ ΝΑ ΑΣΚΗΣΕΙ ΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΚΑΚΟΔΙΚΙΑΣ
Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ζημιώθηκε από την πλημμελή και υπαίτια ενάσκηση των καθηκόντων δικαστικού λειτουργού, εφόσον το πρόσωπο αυτό ήταν διάδικος στη δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η απόφαση εκ της οποίας υπέστη ζημία.
✔ ΥΠΟ ΠΟΙΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΙΣ ΑΣΚΕΙΤΑΙ Η ΑΓΩΓΗ ΚΑΚΟΔΙΚΙΑΣ
Η αγωγή κακοδικίας ασκείται, όταν συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις[5]:
– το φυσικό ή το νομικό πρόσωπο (διάδικος) που επιθυμεί να ασκήσει την αγωγή κακοδικίας υπέστη ζημία
– η ζημία αυτή προκλήθηκε από πράξεις ή παραλείψεις ή αρνησιδικία δικαστικού λειτουργού
– οι πράξεις ή οι παραλείψεις ή η αρνησιδικία του δικαστικού λειτουργού τελέσθηκαν κατά την ενάσκηση των αναγομένων στη δικαστική λειτουργία καθηκόντων του και
– οι πράξεις ή οι παραλείψεις ή η αρνησιδικία του δικαστικού λειτουργού αποδίδονται σε δόλο ή βαριά αμέλειά του.
Η αγωγή κακοδικίας ασκείται μόνο ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου Εκδικάσεως Αγωγών Κακοδικίας.
✔ ΠΟΙΕΣ ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΚΑΚΟΔΙΚΙΑΣ
– Μετά την άσκηση της αγωγής κακοδικίας, το κατά περίπτωση αρμόδιο πολιτικό, ποινικό ή διοικητικό δικαστήριο ή δικαστικό συμβούλιο κρίνει υποχρεωτικά και αποφασίζει αν ο εναγόμενος δικαστικός λειτουργός πρέπει να εξαιρεθεί από την εκδίκαση μελλοντικών υποθέσεων του ενάγοντος, που σχετίζονται με την αγωγή του αυτή.
– Εφόσον η αγωγή κακοδικίας γίνει δεκτή, τότε ο δικαστικός λειτουργός φέρει υποχρέωση να αποκαταστήσει τους ζημιωθέντες διάδικους.[6]
– Μετά την έκδοση της αποφάσεως επί της αγωγής κακοδικίας, ο δικαστικός λειτουργός μπορεί να διωχθεί πειθαρχικά ή ποινικά, ανεξάρτητα από το αν η απόφαση κάνει δεκτή ή απορρίπτει την αγωγή κακοδικίας.
Ιφιγένεια Διαμαντοπούλου
Δικηγόρος
Δ.Μ.Σ. Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών ΠΑ.ΠΕΙ.
Υποψήφια Διδάκτωρ Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών Παντείου Πανεπιστημίου
[1] Άρθ. 87 παρ.1 του Συντάγματος
[2] Τ. Ηλιοπούλου-Στράγγα, Γενική θεωρία θεμελιωδών δικαιωμάτων, 2018, σ. 158 = sakkoulas-online
[3] Άρθρ. 99 του Συντάγματος: «Αγωγές κακοδικίας»
[4] Φ. Σπυρόπουλος, Συνταγματικό Δίκαιο, 2η έκδ., 2020, § 12, σ. 429, αρ. 61, 63 = sakkoulas-online
[5] Άρθ. 6 παρ. 1 του εκτελεστικού του άρθρου 99 του Συντάγματος Νόμου 693/1977 (ΦΕΚ 262/Τ.Α΄/15-9-1977) ο οποίος φέρει τίτλο: «Περί εκδικάσεως αγωγών κακοδικίας», όπως αυτός ισχύει μετά τις τροποποιήσεις του Ν.4934/2022 (ΦΕΚ 100/Τ.Α΄/23-5-2022) ο οποίος φέρει τίτλο: Ένταξη των περιοχών ισχύος του Κτηματολογικού Κανονισμού Δωδεκανήσου στο Εθνικό Κτηματολόγιο, εφαρμογή σε αυτές της κοινής εθνικής νομοθεσίας – Διασύνδεση Ληξιαρχείων και «Ελληνικού Κτηματολογίου» – Καταχώριση αγωγών και αιτήσεων στα κτηματολογικά φύλλα και λοιπές διατάξεις.
[6] Άρθ. 6 παρ. 1 του Ν. 693/1977, ό.π.